- κατάλευκος
- -η, -ο (Μ κατάλευκος, -η, -ον)τελείως λευκός, κάτασπρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έκλευκος — η, ο (AM ἔκλευκος, ον) κατάλευκος … Dictionary of Greek
ακρόλευκος — ἀκρόλευκος, ον (Α) πάλλευκος, κατάλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙΙ) + λευκός] … Dictionary of Greek
διάλευκος — η, ο (Α διάλευκος, ον) κατάλευκος νεοελλ. σαφέστατος, ολοφάνερος, ολοκάθαρος αρχ. αυτός που είναι ανάμικτος ή στολισμένος με λευκό … Dictionary of Greek
εξαυγής — ἐξαυγής, ές (Α) [αυγή] λαμπερός, κατάλευκος («πώλων... χιόνος ἐξαυγενεστέρων», Ευρ.) … Dictionary of Greek
ζάλευκος — (7ος αι. π.Χ.). Νομοθέτης των Επιζεφυρίων Λοκρών της Κάτω Ιταλίας. Σύμφωνα με την παράδοση, συνδέεται με τον Πυθαγόρα, τον Λυκούργο και τον Χαρώνδα. Άλλοι θεωρούν ότι ήταν ο συγγραφέας της παλαιότερης γραπτής ελληνικής νομοθεσίας, η οποία… … Dictionary of Greek
κάτασπρος — και κατάσπρος, η, ο 1. κατάλευκος, ολόλευκος («κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο», Σολωμ.) 2. (για πρόσ.) πολύ χλωμός … Dictionary of Greek
καταλευκαίνω — (AM καταλευκαίνω) [κατάλευκος] λευκαίνω κάτι εντελώς, κάνω κάτι κατάλευκο, κάτασπρο αρχ. μτφ. διευκρινίζω εντελώς … Dictionary of Greek
καταλευκώ — καταλευκῶ, όω (Α) [κατάλευκος] καταλευκαίνω … Dictionary of Greek
καταπολιός — καταπολιός, όν (Α) εντελώς λευκός, κατάλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πολιός «λευκός»] … Dictionary of Greek
καφουρένιος — καφουρένιος, α, ον (Μ) λευκός σαν την καμφορά, κατάλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καφουρά + κατάλ. ένιος (πρβλ. αχυρ ένιος, φιλντισ ένιος)] … Dictionary of Greek